- στιλπνοῦ
- στιλπνόςglitteringmasc/neut gen sgστιλπνόωmake to shinepres imperat mp 2nd sgστιλπνόωmake to shineimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λειοσηρικό — το είδος στιλπνού και λείου μεταξωτού υφάσματος, το ατλάζι, αλλ. ολοσηρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + σηρικό (< σήρ, ηρός «μεταξοσκώληκας»)] … Dictionary of Greek
μαροκινός — ή, ό [Μαρόκο] 1. ο κάτοικος τού Μαρόκου ή αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από το Μαρόκο 2. το ουδ. ως ουσ. το μαροκινό α) κατσικήσιο δέρμα ειδικά κατεργασμένο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή χαρτοφυλάκων ή για βιβλιοδεσία β)… … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
οσκινέλλα — η ζωολ. γένος δίπτερων εντόμων, βλαβερών μικροσκοπικών μυγών μαύρου στιλπνού χρώματος, τών οποίων οι προνύμφες τρέφονται με καρπούς δημητριακών … Dictionary of Greek
σπέκλον — το, ΜΑ, και σφέκλον Α μσν. παράθυρο από ημιδιαφανή σχιστόλιθο αρχ. 1. καθρεφτάκι 2. είδος στιλπνού σχιστολίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. speculum «κάτοπτρο»] … Dictionary of Greek
σπεκλάριον — τὸ, Α είδος στιλπνού σχιστολίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέκλον + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
στιλπνότητα — η / στιλπνότης, ότητος, ΝΜΑ [στιλπνός] η ιδιότητα τού στιλπνού, λαμπρότητα, γυαλάδα (α. «η στιλπνότητα τού χρυσού» β. «στιλπνότης του προσώπου», Άνν. Κομν. γ. «στιλπνότης τῆς σελήνης», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek